совершити — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. συντελεῖν) окончить, сделать, утвердить. Соверши… … Словарь церковнославянского языка
συμφρονώ — έω, ΜΑ [σύμφρων, ονος] έχω τα ίδια φρονήματα, συμφωνώ («συνεφρόνησαν ἀλλήλοις εἰς τὸ μὴ συντελεῑν», Πολ.) αρχ. 1. συγκατανεύω 2. βρίσκομαι σε αρμονία με κάτι 3. σκέπτομαι, εξετάζω 4. βρίσκω τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι («πολὺν χρόνον ἄναυδος ἦν… … Dictionary of Greek
συντελώ — συντελῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντελώ Α 1. συμβάλλω, συντείνω, συνεργώ στο να γίνει κάτι, υποβοηθώ (α. «η ανεργία συντελεί στην αύξηση τής εγκληματικότητας» β. «λοιπῶν δὲ περὶ τῶν εἰς τὴν γένεσιν συντελούντων μορίων εἰπεῑν», Αριστοτ.) 2. (το… … Dictionary of Greek
ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… … Православная энциклопедия